- εχομένως
- ἐχομένως και ἐχόμενα (ΑΜ)(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. τού έχομαι)(με γεν.) αμέσως, έπειτα, κατόπιν, εν συνεχεία, σε άμεση επαφή, σε προέκτασηαρχ.(με γεν.)1. πλησίον, κοντά σε κάτι2. μαζί με κάποιον, στο σπίτι κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.